- βορεινῷ
- βορεινόςmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βορεινῶι — βορεινῷ , βορεινός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)